ταμπλώ

ταμπλώ
και ταμπλό, το, Ν
άκλ.
1. ειδικό πλαίσιο, ξύλινο ή μεταλλικό, όπου αναρτώνται ανακοινώσεις ή διάφορα αντικείμενα, πίνακας
2. πίνακας ζωγραφικής
3. τεχνολ. πίνακας με διάφορα όργανα ή μετρητές («το ταμπλώ τού αυτοκινήτου»)
4. φρ. «ταμπλώ θιβάν» — εικόνα που σχηματίζουν πάνω σε σκηνή άτομα με διάφορες στάσεις σε ακινησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tableau < tamble < λατ. tabula «πινακίδα, κατάλογος» (πρβλ. τάβλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκραμπλ — το, Ν άκλ. παιχνίδι που παίζεται με πίνακα ταμπλώ και πλακίδια, τα οποία φέρουν το καθένα από ένα γράμμα, και από τέσσερεις ή δύο παίκτες που προσπαθούν να σχηματίσουν λέξεις με τα αντίστοιχα πλακίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scrabble, εμπορ. ονομ.] …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”