- ταμπλώ
- και ταμπλό, το, Νάκλ.1. ειδικό πλαίσιο, ξύλινο ή μεταλλικό, όπου αναρτώνται ανακοινώσεις ή διάφορα αντικείμενα, πίνακας2. πίνακας ζωγραφικής3. τεχνολ. πίνακας με διάφορα όργανα ή μετρητές («το ταμπλώ τού αυτοκινήτου»)4. φρ. «ταμπλώ θιβάν» — εικόνα που σχηματίζουν πάνω σε σκηνή άτομα με διάφορες στάσεις σε ακινησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tableau < tamble < λατ. tabula «πινακίδα, κατάλογος» (πρβλ. τάβλα)].
Dictionary of Greek. 2013.